- παιδαγωγική
- Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π. εξελίχθηκε βαθμιαία σε επιστήμη, σχετική τόσο με την προοδευτική ανάπτυξη της οργανωμένης εκπαίδευσης (και ιδιαίτερα της σχολικής) όσο και με την προώθηση της σκέψης ή της γνώσης του ανθρώπου για τον εαυτό του, σκέψης που βαθμιαία μετατράπηκε από θρησκευτική σε φιλοσοφική και στη συνέχεια σε επιστημονικοθετική.
Η ιστορική αναδρομή της π. θα έπρεπε να αρχίζει όχι, όπως συνηθίζεται, από την αρχαία Ελλάδα, αλλά από εκείνους τους ανατολικούς πολιτισμούς, που κατόρθωσαν vα αναπτύξουν αποτελεσματικούς διδακτικούς κανονισμούς πριν από τους Έλληνες, οι οποίοι άντλησαν πολλά από τους πολιτισμούς αυτούς. Έτσι θα φτάναμε στην εκπαίδευση με πρακτικοεπαγγελματικό χαρακτήρα της ιερατικής τάξης της αρχαίας Αιγύπτου, στη μυστικοενορατική αγωγή, που απέβλεπε στο να οδηγήσει, σε διάφορες βαθμίδες, στην εκμηδένιση του εγώ μέσα στο όλο, και που περιοριζόταν στην αρχαία Ινδία στην τάξη των βραχμάνων (ιερέων) και των κσατρίγια (πολεμιστών). Επίσης, στη μετρημένη εκείνη και φρόνιμη αγωγή, που απέβλεπε στο να εξασφαλίσει τη διατήρηση της αποστολής της οικογένειας και της κοινωνίας (και, μεταξύ των άλλων, του σεβασμού προς τους γονείς, τους προγόνους, τις παραδόσεις) που συναντάμε στην Κίνα του Κομφούκιου, στην εξαίρετη θρησκευτικοπατριωτική αγωγή (έτσι που παιδαγωγοί ήταν κυρίως οι προφήτες και κατόπιν τα οργανωμένα σχολεία, όπως οι συναγωγές) των Εβραίων, στους οποίους, όπως έγινε ήδη στους Φοίνικες και στους Πέρσες, αποκτούσε διαρκώς μεγαλύτερη αξία η ατομικότητα και μαζί με αυτήν η εσωτερικότητα του νόμου, που στηριζόταν στον ένα μόνο θεό, παγκόσμιο και δίκαιο. Δεν θα ήταν μάλιστα σωστό ούτε για την ίδια την Ελλάδα να ξεκινάμε από τον 5o αι. π.Χ. λησμονώντας τις συγκροτημένες μορφές μιας βασικής, σε δημόσιους χώρους, εκπαίδευσης (με γυμναστικές ασκήσεις, αθλητικούς αγώνες, συμμετοχή σε δημόσιες συζητήσεις, ταξίδια κλπ.), που εφαρμοζόταν κατά διάφορους τρόπους στην περίοδο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως φεουδαρχική της ομηρικής εποχής και στην περίοδο των πόλεων - κρατών με τα διάφορα πολιτικά συστήματα.
Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι στην Αθήνα –η οποία βάδιζε προοδευτικά προς τον εκδημοκρατισμό της και την αποκορύφωση του πνευματικού πολιτισμού και που ήδη κατόρθωσε να παρουσιάσει συγκροτημένες μορφές οργανωμένης εκπαίδευσης– αναπτύχθηκαν τα πλησιέστερα προς το πνεύμα της ευρωπαϊκής παιδείας παιδαγωγικά συστήματα, κυρίως από το κίνημα των σοφιστών, οι οποίοι ήταν πραγματικοί δάσκαλοι της σχετικιστικής, ατομιστικής και πνευματοκρατικής εκπαίδευσης, εγκαινιαστές της τέχνης της πειθούς, που είναι απαραίτητη για την πολιτική επικράτηση. Αυτοί μπορούν να θεωρηθούν θεμελιωτές της λεγόμενης ελεύθερης παιδείας, της άξιας δηλαδή για ελεύθερους ανθρώπους μορφοπλαστικής και αφιλοκερδούς, που επρόκειτο vα αναπτυχθεί τόσο πολύ στον Μεσαίωνα. Ο Σωκράτης, δάσκαλος της διεγερτικής ειρωνείας και της διανοητικής μαιευτικής, δηλαδή προωθητής της αυτοδιδασκαλίας, αντιτάσσει στον σχετικισμό μια συνεχή και μέσω συνεργασίας αναζήτηση (και ως προς αυτό θεωρείται βασικά νεωτεριστής), η οποία είναι αίτημα μιας αλήθειας που να μπορεί να μετατραπεί αμέσως σε άσκηση του καλού (όποιος ξέρει τι είναι καλό δεν μπορεί να κάνει κακό κατά τον Σωκράτη) και να ισχύει για όλους. Οι σημαντικότερες θεωρητικές διατυπώσεις της π. στον ελληνικό κόσμο θα είναι αργότερα, κατά την εποχή που η δημοκρατία αντιμετωπίζει κρίση, έργο των μεγαλύτερων φιλοσόφων του, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Πρόκειται για μια π. λογικοκρατική και συγχρόνως έντονα πολιτική, που έμελλε να ασκήσει ποικιλόμορφη και ωστόσο τεράστια επίδραση στην π., των κατοπινών αιώνων, τουλάχιστον μέχρι τον 16o αι. Στις μετά τον Αριστοτέλη σχολές των ελληνιστικών χρόνων, παράλληλα με την επιτεινόμενη κρίση του κράτους, το παιδαγωγικό ιδεώδες παραμένει φιλελεύθερο και ουμανιστικό - λογοτεχνικό - ρητορικό, που γινόταν διαρκώς περισσότερο απολιτικό, ώσπου ξέπεσε στην αλεξανδρινή κυριαρχία της γραμματικής. Οι σημαντικότερες διατυπώσεις παιδαγωγικών θεωριών στην αρχαία Ρώμη (που είχε ωστόσο κατά τη δημοκρατική εποχή, μια αξιόλογη κοινωνικοπολιτική εκπαιδευτική οργάνωση και παρουσίασε μια διαδικασία ολοένα και μεγαλύτερης κρατικοποίησης του σχολείου κατά την αυτοκρατορική εποχή), σπάνια είναι πρωτότυπες και μπορούν να αναχθούν στις τάσεις των ελληνιστικών χρόνων. Ο Κικέρων, ο Σενέκας, ο Μάρκος Αυρήλιος ανέπτυξαν φιλοσοφικά και παιδαγωγικά θέματα, εκλεκτικά και στωικά, με τόνους σχετικισμού αλλά συγχρόνως και θρησκευτικούς, που προαναγγέλλουν, οι τελευταίοι, κατά κάποιον τρόπο τον χριστιανισμό. Δεν πρέπει να λησμονούμε για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή τις Institutiones oratoriae του Κουιντιλιανού, όπου αναλύεται η εκπαίδευση του ρήτορα, και τους Παράλληλους Βίους του Πλούταρχου.
Ο χριστιανισμός από την πρώτη του ακόμα εμφάνιση (με την προετοιμασία των κατηχουμένων), εκτός από άγγελμα, παρουσιάζεται και ως εκπαιδευτική πράξη, η οποία αποβλέπει στην προώθηση της χριστιανικής κοινότητας των ανθρώπων, που αναγεννήθηκαν στην πνευματική ζωή, προς έναν δεσμό αγάπης, μέσα στο αίσθημα της κοινής τύχης στο όνομα του επουράνιου Πατέρα. Η εκπαίδευση αυτή όμως είχε μια νέα αντιπνευματοκρατική τάση και τόνιζε τους λόγους της παιδευτικής εσωτερικότητας, όπως προκύπτει από το De Magistro του Aγίου Αυγουστίνου, του μεγαλύτερου φιλοσόφου της πατρολογίας. Στην π. των σχολαστικών, στην οποία τελειοποιείται η διδασκαλία των 7 ελεύθερων τεχνών και οργανώνεται η ανώτερη, στηριζόμενη κυρίως στη lectio (ανάγνωση και σχολιασμό των κειμένων) και, όχι χωρίς τυποκρατικές παραμορφώσεις, στην disputatio (συζήτηση των επιχειρημάτων υπέρ και εναντίον ενός ορισμένου θέματος) ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Θωμά του Ακινάτη, που ξαναφέρνει στο πεδίο της ηθικής εκπαίδευσης την αριστοτελική έννοια της άσκησης και της συνήθειας και ολοκληρώνει τη θέση του Αγίου Αυγουστίνου, αναγνωρίζοντας βέβαια την εσωτερικότητα της γνώσης, αλλά και τονίζοντας τον ρόλο του δασκάλου, ο οποίος οφείλει να μεταδώσει στον διδασκόμενο τα μέσα (σύμβολα, λέξεις) που θα τον βοηθήσουν να περάσει από την κατανόηση στην άσκηση της επιστήμης. Στο ρεαλισμό αυτών των θέσεων ενυπάρχουν τα σπέρματα ενός ενδεχόμενου πειθαρχικού - λογοκρατικού τονισμού της διδασκαλίας, ο οποίος θα ενισχυθεί πολύ κατά την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης.
Στην περίοδο του ουμανισμού και της Αναγέννησης, κατά την οποία ιδρύθηκε σε νέες βάσεις το σχολείο του τύπου γυμνασίου - λυκείου, αναπτύσσεται μια ρωμαλέα αντίδραση εναντίον της τυποκρατίας, του δογματισμού, της στενοκεφαλιάς, της παρακμής της σχολαστικής εκπαίδευσης (Έρασμος, Ραμπελέ, Μοντένι). Η άμεση σχέση με τους κλασικούς, χωρίς το βάρος των κενών quaestiones disputatae, και η μεσολάβηση του εγκυκλοπαιδικού πνεύματος οδήγησαν σε μια αισιόδοξη και γεμάτη αυτοπεποίθηση αναζήτηση ουμανισμού και σε μια απαίτηση πλήρους και πολύπλευρης έκφρασης του εγώ το οποίο εννοούσαν ως κάτι αυθυπόστατο και όχι διχασμένο στον δυισμό κόσμος - υπερκόσμος. Οι Γκουαρίνο Βερονέζε, Πιερ Πάολο Βερτζέριο, Μαφέο Βέτζιο, Μπαλτασάρε Καστιλιόνε και Βιτόριο ντα Φέλτρε εργάστηκαν στο θεωρητικό και στο πρακτικό πεδίο, προς αυτή την κατεύθυνση. Μια επιστροφή προς την άμεση επαφή με τις πηγές είναι εκείνο που χαρακτηρίζει τη Μεταρρύθμιση των προτεσταντών, η οποία, με την αξιοποίηση των εθνικών γλωσσών, έθεσε τις ιδεολογικές βάσεις της λαϊκής εκπαίδευσης, και από την οποία (ειδικότερα από τον ευσεβισμό) ξεπήδησαν οι πρώτες μορφές τεχνικής εκπαίδευσης με τη σύγχρονη έννοια. Επίσης μετά τη Μεταρρύθμιση, αλλά όχι χωρίς την επίδραση, έστω και έμμεση, του νατουραλισμού της Αναγέννησης, εκδηλώθηκε η π. του Κομένιου (Κομένσκι) που χάραξε τις γραμμές μιας πανσοφικής εκπαίδευσης για όλους με βαθμίδες και κύκλους και ανταποκρινόμενης στις γραμμές της φυσικής ανάπτυξης. Αντίθετα, στην καθολική Αντιμεταρρύθμιση οι ιησουίτες (Ratio atque institutio studiorum, 1586-99) ξαναγύριζαν σε μια νέα τυποποίηση της κλασικής παιδείας, συνοδευόμενη (στα σχολεία που ίδρυσαν για γόνους της αριστοκρατίας) από μια έξαρση της ηθικής ζωής, όπου κατείχαν εξαιρετική θέση ο ανταγωνισμός και η κατάδοση.
Για την περίοδο των συγκρούσεων μεταξύ των μεγάλων πνευματικών ρευμάτων της λογικοκρατίας και του εμπειρισμού πρέπει vα αναφερθούν οι Αργώ, Νικόλ, Πασκάλ και οι ορατοριανοί με καρτεσιανή επίδραση, οι οποίοι προώθησαν τη λογικοκρατική παιδεία, κυρίως με τη μελέτη της λογικής, καθώς και ο εμπειρικός Τζον Λοκ, με φιλελεύθερες πολιτικές τάσεις, του οποίου Οι Σκέψεις περί εκπαίδευσης (Some Thoughts on Education, 1693) φαίνεται να προμηνύουν άμεσα την π. του Ρουσό, που αναγνωρίζεται ομόφωνα ως ο νέος καταστατικός χάρτης της παιδείας. Ο Ρουσό, κατά περίεργο τρόπο κινούμενος μεταξύ του διαφωτισμού και του πρωτορομαντισμού, έδωσε στον Αιμίλιο, με αποτέλεσμα να ασκήσει επίδραση και στον ίδιο τον Καντ, τη θεωρητική διατύπωση μιας παιδείας σύμφωνης με τη φύση και αντίθετης προς κάθε αυθεντία, με κέντρο τη φυσική και αυτόνομη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή, ο οποίος πρέπει να παρακολουθείται στις δικές του βαθμίδες ψυχολογικής ανάπτυξης. Eδώ διακρίνεται ο δρόμος της κοπερνικικής επανάστασης της π., που είχε τόση ανάπτυξη μέχρι την εποχή μας, και όπου με πολεμική διάθεση ανατρέπεται η καθιερωμένη σχέση δασκάλου - μαθητή υπέρ του τελευταίου, του οποίου ο αυθορμητισμός, η πρωτοτυπία και η προοδευτική διαμόρφωση προστατεύονται και μόνο ενισχύονται από τον δάσκαλο με έμμεσους τρόπους (κυρίως εκλογή και προδιαμόρφωση του κατάλληλου περιβάλλοντος). Ο Πεσταλότσι κατά κύριο λόγο (τον οποίο, στο μεθοδολογικό πεδίο, θα ακολουθήσει και ο ίδιος ο Φίχτε, προσθέτοντας όμως έναν εντελώς διαφορετικό και επικίνδυνο εθνικιστικό τόνο) θα είναι εκείνος που θα προσαρμόσει πειραματικά τα διδάγματα του Ρουσό στην πραγματικότητα, θέτοντας τις βάσεις μιας αντιβερμπαλιστικής π. και μιας διδακτικής και λαϊκής εκπαίδευσης, βάσεις οι οποίες θα χρησιμεύσουν στην αφύπνιση των φυσικών δυνάμεων του παιδιού και θα έχουν ως στόχο τη συμμόρφωση προς τις φυσικές λειτουργίες της διαίσθησης. Άλλη σημαντική εισφορά στη νεότερη π. έδωσε ο Φρέμπελ, ρομαντικών τάσεων (με σημαντική και ελεύθερη επίδραση στον Γκαμπέλι στην Ιταλία και στον Ντιούι στην Αμερική), ο δημιουργός των παιδικών κήπων (Kindergarten) και υπερασπιστής της εκπαιδευτικής αξίας που έχει η πιο χαρακτηριστική διάσταση του παιδικού κόσμου: το παιχνίδι, ελεύθερη και δημιουργική δραστηριότητα, που εμπεριέχει η ίδια τον σκοπό της.
Η ανάγκη μιας επιστημονικής και συστηματικής π. –που ολοκληρώνεται με τις εισφορές της ψυχολογικής γνώσης– τονίστηκε τον 19o αι., από το ένα μέρος από τον ερβαρτισμό (στον οποίο ανήκει η τιμή ότι τοποθέτησε την παιδεία στο κέντρο του ενδιαφέροντος) και από το άλλο, με εντονότερες φυσιοκρατικές τάσεις και ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία, από τον θετικισμό (Καντ, Σπένσερ, Μπεν, Κατάνεο, Αντζούλι, Αρντιγκό). Ο θετικισμός, που έχει λαϊκές τάσεις, εξαίρει, σε μια προοπτική κοινωνικής και πολιτικής προόδου, την αξία της εμπειρίας, της συνεργασίας των νοητικών λειτουργιών, της γνώσης των φυσιοψυχικών εξαρτήσεων, του ενδιαφέροντος ως αποφασιστικού κινήτρου στη διαδικασία της μάθησης. Όλα αυτά όμως προτάθηκαν πολύ συχνά με βιαστικές συστηματοποιήσεις και σχηματικές γενικεύσεις και σε μερικές περιπτώσεις οι λύσεις που υποστηρίχθηκαν υπαγορεύονταν από μια καταθλιπτική υλιστική μεταφυσική και μια απόλυτη αιτιοκρατία. Η κατάσταση αυτή, συνδυασμένη με την πολιτική κρίση των ίδιων των δημοκρατιών και αόριστα σοσιαλιστικών προσανατολισμών πολλών τμημάτων του θετικισμού, εξηγεί την πνευματοκρατική αντίδραση που ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη Γαλλία (Μπουτρού, Μπερξόν, Μπλοντέλ) και στην Ιταλία (νεοεγελιανισμός των Κρότσε, Τζεντίλε, Λομπράντο, Ράντιτσε).
Ο 20ός αι. χαρακτηρίστηκε γενικά από το κίνημα της νέας παιδείας και την αυτενέργεια (αυτενεργό σχολείο), έντονα αντιπνευματοκρατική και στενά συνδεδεμένη με δύο σκοπούς: την ανάπτυξη του κοινωνικού και δημοκρατικού πνεύματος με μια ενεργή εμπειρία κοινωνικότητας και το σεβασμό της ελεύθερης και φυσικής διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου, που μελετήθηκε με θετικές ψυχοκοινωνιολογικές μεθόδους (Ντιούι, Ντεκρολί, Κερσενστάινερ, Κλαπαρέντ, Μαρία Μοντεσόρι, Φεριέρ, Φρενέ, Μακαρένκο).
Η μίμηση για το αυτενεργό σχολείο πέρασε από φάσεις αναπροσαρμογής και αναθεώρησης. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός (μεταξύ των ΗΠΑ και της πρώην ΕΣΣΔ) για το ανώτερο επίπεδο απόδοσης του σχολείου, συνδέθηκε με την οξεία και ζωηρή συζήτηση μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων της π., από τον πνευματοκρατικό περσοναλισμό έως τον μαρξισμό, από την ακόμα ζωντανή π. του πνευματικού πολιτισμού μέχρι τον πραγματικό λαϊκισμό, κλπ. Η προσοχή συγκεντρώνεται στον σχεδιασμό μιας προγραμματισμένης εκπαίδευσης για το μέλλον, μετά τη μαχητική απόρριψη του παρελθόντος στο όνομα της αξίας του δυναμικού παρόντος. Είναι όμως βέβαιο πως έγινε πια γενικά παραδεκτή η βαθιά, αποφασιστική σημασία της εκπαίδευσης του παιδιού και του νέου, των οποίων τα δικαιώματα, που για τόσο μεγάλο διάστημα παραβιάζονταν στο παρελθόν, δικαιώματα κυρίως να ζήσουν ευτυχισμένα τη δική τους ζωή και να μην απογοητεύονται σχετικά με καμιά από τις κλίσεις και τις δυνατότητές τους, προβάλλουν στην πρώτη γραμμή μεταξύ των πραγματικοτήτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν το συντομότερο από το σύγχρονο κράτος.
Tο αβαείο του Πορ Ρουαγιάλ, στο σχολείο του οποίου εφαρμόστηκε παιδαγωγικό σύστημα με ρασιοναλιστικές τάσεις.
Σκηνή διδασκαλίας από αρχαίο ελληνικό αγγείο,έργο του ζωγράφου Δουρίδα (5ος αι. π.X.) (Αρχαιολογικό Μουσείο, Βερολίνο).
Παιδαγωγική. Χαρακτικό του Σ.-Ν. Κοσέν του Νεώτερου για τον «Αιμίλιο» του Ζαν-Ζακ Ρουσώ (1762).
Η διαπαιδαγώγηση του νεαρού Μαξιμιλιανού Σφόρτσα, μικρογραφία στη «Γραμματική» του Έλιο Ντονάτο (1400), που αντίτυπο της βρίσκεται στην Τριβουλτσιανή βιβλιοθήκη του Μιλάνου.
Dictionary of Greek. 2013.